τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
παναλγής, -ές (Α)1. γεμάτος άλγος2. (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) παναλγέα με πολύ πόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αλγής (< ἄλγος)].