πανδοκευτής
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
πανδοκευτοῦ, ὁ, = πανδοκεύς, BGU1468.3 (iii/ii B. C., pl.).
Greek Monolingual
ό, θηλ. πανδοκεύτρια, Α πανδοκεύω
1. πανδοχέας, ξενοδόχος
2. το θηλ. ἡ πανδοκεύτρια
μτφ. (για τη φάλαινα) αυτή που είναι έτοιμη να καταβροχθίσει τα πάντα.