παντέρημος
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
και παντέρμος, -η, -ο / παντέρημος, -ον, ΝΜ
1. εντελώς έρημος ή εγκαταλελειμμένος
2. τελείως μόνος, ολομόναχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ἔρημος].