παντοειδής

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

German (Pape)

[Seite 464] ές, von aller Art, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παντοειδής: -ές, παντὸς εἴδους, Οἰκουμέν. εἰς Ἀποκ., ἔκδ. Cramer σ. 240, 8.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜ
ο κάθε είδους, παντοδαπός, ποικίλος.
επίρρ...
παντοειδώς
με κάθε είδος ή με κάθε μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ειδής].