παντοκράτειρα
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
[κρᾰ], ἡ, pecul. fem. of παντοκράτωρ, Orph.H.10.4, POxy.1380.20 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 464] ἡ, fem. zum Folgdn, Orph. H. 9, 4.
Greek (Liddell-Scott)
παντοκράτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ παντοκράτωρ, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 4.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. παντοκράτορας.