παντοκράτορας
From LSJ
πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
Greek Monolingual
παντοκράτορας και παντοκράτωρ, ο / ΑΜ παντοκράτωρ, -ορος, Α θηλ. παντοκράτειρα, ΝΜΑ
1. αυτός που εξουσιάζει και κυβερνά τα πάντα, ο παντοδύναμος («πιστεύω εἰς ἕνα Θεὸν πατέρα παντοκράτορα», Σύμβολο Πίστεως)
2. ως κύριο όν. ο Παντοκράτορας
ο Παντοδύναμος, ο Θεός·]
νεοελλ.
η παράσταση του Ιησού Χριστού στον τρούλλο τών χριστιανικών ναών, ως εξουσιαστή τών πάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -κράτωρ(βλ. λ. αυτοκράτωρ)].