πανώδυνος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
πανώδυνον, all-grievous, λιμός App.BC5.67.
German (Pape)
[Seite 465] ganz od. sehr schmerzhaft, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνώδῠνος: -ον, πλήρης ὀδύνης, ὀδυνηρότατος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 67, Ἐπιφάν. 2. 268.
Greek Monolingual
-ον, Α
γεμάτος οδύνη, οδυνηρότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ώδινος (< ὀδύνη), πρβλ. πολυ-ώδυνος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].