παπυρικός

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰπῡρικός Medium diacritics: παπυρικός Low diacritics: παπυρικός Capitals: ΠΑΠΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: papyrikós Transliteration B: papyrikos Transliteration C: papyrikos Beta Code: papuriko/s

English (LSJ)

παπυρική, παπυρικόν, of papyrus, ἕλος BGU 1121.10,18 (i B. C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / παπυρικός, -ή, -όν, ΝΑ πάπυρος
ο σχετικός με τον πάπυρο («παπυρικά ευρήματα»).