παπυρικός
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
παπυρική, παπυρικόν, of papyrus, ἕλος BGU 1121.10,18 (i B. C.).
Greek Monolingual
-ή, -ό / παπυρικός, -ή, -όν, ΝΑ πάπυρος
ο σχετικός με τον πάπυρο («παπυρικά ευρήματα»).