παρέλαση
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
Greek Monolingual
η / παρέλασις, -άσεως, ή ΝΑ παρελαύνω
διέλευση μπροστά από κάτι ή κάποιον, το πέρασμα
νεοελλ.
(ειδικότερα) επιδεικτική διέλευση στρατιωτικών τμημάτων, οργανώσεων ή σχολείων κατά φάλαγγες ή κατά παραγωγή μπροστά από τον αρχηγό τους ή από τιμώμενο πρόσωπο καθώς και η διεύλευσή τους από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης μετά από επιθεώρηση ή από τελετή.