παραβρέχω

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

βρέχω πάρα πολύ, ραντίζω ή μουσκεύω κάτι με περισσότερο νερό από όσο χρειαζόταν.