παραγώνιος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
παραγώνιον, adjacent to an angle, Inscr.Délos 504 A6 (iii B. C.); λίθος Rev.Phil.43.202 (Didyma), Milet.7p.57.
Greek Monolingual
-ο / παραγώνιος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το παραγώνιο
τεμάχιο από σιδερένιο έλασμα σχήματος Τ ή L το οποίο χρησιμεύει για την ενίσχυση τών ξύλινων ή σιδερένιων τμημάτων μιας κατασκευής στα σημεία σύνδεσής τους
αρχ.
αυτός που βρίσκεται κοντά στη γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + γωνία + κατάλ. -ιος].