παραιβασίη
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
παραίβασις, v. παραβασία, παράβασις.
Greek (Liddell-Scott)
παραιβᾰσίη: παραίβασις, ἴδε ἐν λ. παράβασις Ι και ΙΙ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. και επικ. τ.) βλ. παραβασία.