παραλήγουσα

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

ΝΑ
γραμμ.
1. (για λέξη) λήγω δίπλα στη λήγουσα, την τελευταία συλλαβή («η λέξη άνθρωπος παραλήγει σε μακρά»)
2. (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) η παραλήγουσα
η συλλαβή που βρίσκεται δίπλα στη λήγουσα μιας λέξης, η προτελευταία συλλαβή λέξης.