παραμορφώνω

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

παραμορφῶ, -όω, ΝΜΑ
1. μεταβάλλω τη μορφή πράγματος ώστε να φαίνεται διαφορετικό, μετασχηματίζω
2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω («με τις δηλώσεις του παραμόρφωσε την αλήθεια»)
νεοελλ.
1. αλλάζω κάτι προς το χειρότερο, κάνω κάτι ώστε να φαίνεται άσχημο, κάνω δύσμορφο, ασχημίζω («τα φάρμακα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο»)
2. μέσ. παραμορφώνομαι
(με ειρων. σημ.) μορφώνομαι πολύ («με τις παρέες που συναναστρέφεται παραμορφώνεται»)
3. (μέσ.-παθ.) α) (για πρόσ.) γίνομαι δύσμορφος
β) (για πράγμ.) υφίσταμαι οριστική αλλοίωση.