παραμπυκίζω
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
bind with a headband, κόμαν χερί Ar.Lys.1316, in Lacon. form παραμπυκίδδω:—Pass., have one's hair so bound, Eust. 1280.58.
German (Pape)
[Seite 490] die Haare mit einer Hauptbinde umgeben, aufbinden, VLL.; bei Ar. Lys. 1316 in dor. Form παραμπύκιδδε.
Greek Monolingual
ΜΑ, λακων. τ. παραμπυκίδδω Α
μσν.
παθ. παραμπυκίζομαι
έχω δεμένα τα μαλλιά μου με παραμπύκιον
αρχ.
δένω τα μαλλιά μου με παραμπύκιον, αναδένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἄμπυξ, -υκος «διάδημα» + κατάλ. -ίζω].
Russian (Dvoretsky)
παραμπῠκίζω: (дор. 3 л. sing. impf. παραμπύκιδδε) обматывать повязкой, перевязывать (κόμαν Arph.).