παραπιέζω
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
press from one side, press down, ὀφθαλμόν S.E.M.7.192, cf. Archig. ap. Orib.8.1.18, Heliod. ap. eund.50.9.3.
German (Pape)
[Seite 493] von der Seite drücken, ὀφθαλμόν, Sext. Emp. adv. math. 7, 192.
Russian (Dvoretsky)
παραπιέζω: надавливать сбоку (ὀφθαλμόν Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
παραπιέζω: μέλλ. -έσω, πιέζω ἐκ τοῦ πλαγίου, ὀφθαλμὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 192.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
πιέζω κάποιον ή κάτι πάρα πολύ
αρχ.
πιέζω από τα πλάγια.