παρασυζεύγνυμι
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
join alongside, Sch.E.Or.1016 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 501] (s. ζεύγνυμι), daneben verbinden, Schol. Eur. Or. 1016.
Greek (Liddell-Scott)
παρασυζεύγνυμι: συζευγνύω πλησίον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1016, ἐν τῷ παθ.
Greek Monolingual
Α
συζευγνύω πλησίον, παραπλεύρως, ζευγαρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + συζεύγνυμι «ζευγαρώνω»].