μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
η / παρείσδυσις, -ύσεως ΝΜΑ παρεισδύωη διείσδυση, η παρείσφρησηαρχ.1. άνοιγμα, μέρος που οδηγεί σε είσοδο2. οπή, ρωγμή3. τρόπος, μέσο εισόδου4. υπεκφυγή.