παροιμιαστής

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροιμιαστής Medium diacritics: παροιμιαστής Low diacritics: παροιμιαστής Capitals: ΠΑΡΟΙΜΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: paroimiastḗs Transliteration B: paroimiastēs Transliteration C: paroimiastis Beta Code: paroimiasth/s

English (LSJ)

παροιμιαστοῦ, ὁ, author of proverbs, of Solomon, Sm.Ec.12.10(dub.).

German (Pape)

[Seite 525] ὁ, der ein Sprichwort macht oder braucht Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παροιμιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ποιῶν παροιμίας, ἐπὶ τοῦ Σολομῶντος, Ἀθαν. τ. 1, σ. 850, Ἀνδρ. Κρήτ. σελ. 117 κλ.· - ὁ ἀγαπῶν νὰ μεταχειρίζηται παροιμίας, Φωτίου Ἐπιστ. 262, 4.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ παρομιάζω
μσν.
αυτός που συνηθίζει να κάνει χρήση παροιμιών («Ἀρκαδίαν με αἰτεῖς, εἴποι ἄν τις παροιμιαστής», Φώτ.)
αρχ.
(για τον Σολομώντα) ο συντάκτης, ο συγγραφέας παροιμιών.