παρώρειος

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

German (Pape)

[Seite 530] = παρόρειος, Strab. 12, 8, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé le long d'une montagne, d'une chaîne de montagnes.
Étymologie: παρά, ὄρος.