παρόρειος

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρόρειος Medium diacritics: παρόρειος Low diacritics: παρόρειος Capitals: ΠΑΡΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: paróreios Transliteration B: paroreios Transliteration C: paroreios Beta Code: paro/reios

English (LSJ)

παρόρειον, (ὄρος) near a mountain or mountains, Str.12.8.13, J.BJ1.4.7:—written παρόριος, Sch.Il.20.490, 22.190.—The form παρώρειος found in codd. (as in Str.l.c.) is incorrect, whereas παρώρεια (q.v.) is the only correct form of the Subst.

German (Pape)

[Seite 527] am Berge, am Gebirge gelegen, befindlich, Ios. u. a. Sp., im subst. τὸ παρόρειον, wie Suid.; vgl. παρωρεία u. Lob. Phryn. 712.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. παρώρειος.
Étymologie: παρά, ὄρος.

Greek (Liddell-Scott)

παρόρειος: -ον, (ὄρος) ὁ πλησίον ὄρους, Στράβ. 576, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 4, 7. - Ὁ τύπος παρώρειος εὑρισκόμενος ἐν Ἀντιγράφοις (οἷον Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.) εἶναι ἐσφαλμένος, ἐν ᾧ τὸ παρώρεια (ὃ ἴδε) εἶναιμόνος ὀρθὸς τύπος τοῦ οὐσιαστ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 712.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά σε όρος ή σε όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὄρειος (< ὄρος), πρβλ. ενόρειος].

Greek Monotonic

παρόρειος: -ον (ὄρος), αυτός που βρίσκεται κατά μήκος του βουνού, σε Στράβ.

Middle Liddell

παρ-όρειος, ον, ὄρος
along a mountain, Strab.