παρῴχηκα
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
French (Bailly abrégé)
v. παροίχομαι.
English (Autenrieth)
see παροιχομαι.
Russian (Dvoretsky)
παρῴχηκα: pf. к παροίχομαι.
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
v. παροίχομαι.
see παροιχομαι.
παρῴχηκα: pf. к παροίχομαι.