πατροκίνητος
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
German (Pape)
[Seite 536] vom Vater bewegt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πατροκίνητος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ πατρὸς κινηθείς, πᾶσα πατροκινήτου φωτοφανείας πρόοδος, «πᾶσα θεοκινήτου φωτοχυσίας προέλευσις» (Παχυμέρ.), Διον. Ἀρεοπ. π. Οὐραν. Ἱεραρχ. 1. 1.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που κινήθηκε, που προξενήθηκε από τον Θεό-Πατέρα («πατροκινήτου φωτοφανείας», Διον. Αρεοπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -κίνητος (< κινῶ), πρβλ. θεοκίνητος].