Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
πατρόφιλος: η, ον,= φιλοπάτωρ, Θεόφιλ. Ἀντιοχ. 1600Α. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 326.
-η, -ον, Μ
φιλοπάτωρ, αυτός που αγαπά τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. παιδόφιλος].