πατρόφιλος
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
πατρόφιλος: η, ον,= φιλοπάτωρ, Θεόφιλ. Ἀντιοχ. 1600Α. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 326.
-η, -ον, Μ
φιλοπάτωρ, αυτός που αγαπά τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. παιδόφιλος].