πατσατζήδικο
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
Greek Monolingual
το
1. μαγειρείο στο οποίο παρασκευάζεται και πουλιέται κυρίως πατσάς
2. (περιφρονητικά) ευτελές εστιατόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πατσατζηδ- του πληθ. πατσατζήδες + κατάλ. -ικο (πρβλ. παλιατζήδικο)].