Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
inf. f. Act. épq. de πέμπω.
πεμψέμεναι: Επικ. αντί πέμψειν, απαρ. μέλ. του πέμπω.