πεντάτονος
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
German (Pape)
[Seite 557] von fünf Tönen, ἡ πεντάτονος, in der Tonkunst die Dissonanz, welche jetzt die kleine Septime heißt, Music.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάτονος: -ον, ὁ ἔχων πέντε τόνους, ὡς οὐσιαστ., ἡ πεντάτονος = ἡ νῦν μικρὰ ἑβδόμη, ἢ ὁ ἕβδομος ἀπὸ τοῦ ἀρχικοῦ ἀνιὼν τόνος, ὁ ἕβδομος ἀνιὼν φθόγγος τῆς μουσ. κλίμακος, μεταγεν.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάτονος, -ον, ΝΑ
1. (για μουσικές κλίμακες ή διαστήματα) αυτός που αποτελείται από πέντε τόνους
2. το θηλ. ως ουσ. η πεντάτονος
μουσ. μουσικό διάστημα της μικρής εβδόμης, ο έβδομος ανιών φθόγγος της μουσικής κλίμακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + τόνος.