πεντετής
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
German (Pape)
[Seite 558] ές, fünfjährig, σπονδαί, Ar. Ach. 188.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. πενταετής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντετής -ές of πεντέτης -ετες [πέντε, ἔτος] van vijf jaar.