οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
περάπτω (= περιάπτω) wrap round c. acc. & dat. γυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα (P. 3.52)
περάπτω: дор. = περιάπτω.