περιΐπταμαι
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
later form for περιπέτομαι, Arist.HA 542b24, DC. 58.5, Alex.Trall. Febr. 4.
German (Pape)
[Seite 577] (s. ἵπταμαι), herumfliegen, περὶ τὸ πλοῖον, Arist. H. A. 5, 9.
Russian (Dvoretsky)
περιΐπταμαι: летать вокруг, облетать, кружиться (περί τι Arst.).