περιάμφοδος

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιάμφοδος Medium diacritics: περιάμφοδος Low diacritics: περιάμφοδος Capitals: ΠΕΡΙΑΜΦΟΔΟΣ
Transliteration A: periámphodos Transliteration B: periamphodos Transliteration C: periamfodos Beta Code: peria/mfodos

English (LSJ)

περιάμφοδον, having a way all round it, of a detached house or block of houses, Hsch. s.v. διάλαυρος.

German (Pape)

[Seite 568] von allen Seiten zu umgehen, bes. von freistehenden großen Gebäuden od. ganzen Straßenvierteln, insula der Lateiner, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιάμφοδος: -ον, Ἡσύχ. ἐν λ. διάλαυρος: «διάλαυρος· οἰκία μεγάλη πανταχόθεν λαύραις διειλημμένη, ἡ λεγομένη περιάμφοδος».

Greek Monolingual

-ον, Α
(για οικοδομές ή μεγάλα τμήματα πόλης) αυτός που έχει δρόμους προς όλα τα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἄμφοδος «οδός, δρόμος»].