περιγέλασμα
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
το, Ν περιγελώ
1. συμπεριφορά περιφρονητική και κοροϊδευτική σε βάρος κάποιου, χλεύη, εμπαιγμός
2. το αντικείμενο χλευασμού, της κοροϊδίας, ο περίγελος («έγινε περιγέλασμα του κόσμου»).