περικνύω

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικνύω Medium diacritics: περικνύω Low diacritics: περικνύω Capitals: ΠΕΡΙΚΝΥΩ
Transliteration A: periknýō Transliteration B: periknyō Transliteration C: periknyo Beta Code: periknu/w

English (LSJ)

[ῡ], scratch or rub all round, Phot.

German (Pape)

[Seite 580] von allen Seiten kratzen, Phot., = περιξύω.

Greek (Liddell-Scott)

περικνύω: [ῡ], περιξύω, Φώτ.

Greek Monolingual

Μ
(κατά τον Φώτ.) ξύνω ή γρατσουνίζω κάτι από όλες τις πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κνύω «χτυπώ ελαφρά σαν να ξύνω»].