περιοργῶς

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec une ardeur extrême.
Étymologie: περιοργής.

Russian (Dvoretsky)

περιοργῶς: в гневе, тж. страстно (ἐπιθυμεῖν Aesch.).