περιπαικτικός

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231

Greek Monolingual

και περιπαιχτικός -ή, -ό, Ν
1. (για λόγο ή πράξη) αυτός που γίνεται με σκοπό να περιπαίξει κάποιον
2. (για πρόσ.) εκείνος που συνηθίζει να περιπαίζει, να κοροϊδεύει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπαίζω. Η λ. περιπαικτικός μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].