περιρραφή

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

η, Ν περιρράπτω
1. η ραφή γύρω από κάτι, η ραφή κομματιού υφάσματος αφού το αναδιπλώσουμε, το στρίφωμα, το ρέλιασμα
2. ιατρ. η περίπαρση.