περιστήθιος

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

German (Pape)

[Seite 594] die Brust umgebend; τὸ π., Brustbinde, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιστήθιος: -ον, ὁ περὶ τὸ στῆθος, μίτρα Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 731D: ― περιστήθιον, τό, δεσμὸς τοῦ στήθους, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 4), Φίλων τ. 2, σ. 226, 51, κτλ.