περιφαίνω
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
French (Bailly abrégé)
montrer tout autour ; Pass.
1 être apparent ou visible de tous les côtés : ἐν περιφαινομένῳ OD dans un lieu découvert et visible de toutes parts;
2 être éclairé et lumineux de toutes parts.
Étymologie: περί, φαίνω.
Greek Monolingual
Α
1. επιδεικνύω, εμφανίζω γύρω γύρω
2. μέσ. περιφαίνομαι
α) φαίνομαι από παντού, είμαι περίοπτος
β) λάμπω από παντού, είμαι ολόλαμπρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-φαίνω, med.-pass. van alle kanten zichtbaar zijn.
Russian (Dvoretsky)
περιφαίνω: показывать кругом Diod.: ἐν περιφαινομένῳ Hom. и περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ HH в открытом месте, на виду у всех; περιφαίνεταί τις αὐγὴ περὶ τὴν ἴτυν Plut. (когда луна целиком закрывает солнце), вокруг диска видно некое сияние.