περιψώ

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290

Greek Monolingual

-άω, Α
σφουγγίζω, καθαρίζω ολόγυρα («σπόγγοι περιψῆσαι τ' ἀναθήματα», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ψῶ «χαϊδεύω, τρίβω»].