πευκώνας

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source

Greek Monolingual

ο / πευκών, -ῶνος, ΝΜΑ
δάσος με πεύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. αμπελ-ών / -ώνας)].