κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
ο / πευκών, -ῶνος, ΝΜΑδάσος με πεύκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. αμπελ-ών / -ώνας)].