πεφιδέσθαι
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
πεφιδοίμην, πεφιδήσομαι, v. φείδομαι.
Russian (Dvoretsky)
πεφῐδέσθαι: эп. inf. aor. к φείδομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πεφιδέσθαι: πεφῐδοίμην, πεφῐδήσομαι, ἴδε ἐν λέξ. φείδομαι.
English (Autenrieth)
see φείδομαι.
Greek Monotonic
πεφῐδέσθαι: Επικ. αναδιπλ. απαρ. αορ. βʹ του φείδομαι· πεφιδοίμην, ευκτ.