Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πηλήκιο

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

το, Ν
είδος καπέλου με γείσο τών στρατιωτικών, αστυνομικών, μαθητών και άλλων κοινωνικών κατηγοριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλήκ-ιον υποκορ. του αρχ. πήληξ «κράνος». Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].