γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
το, Ν πηλοφόρος1. ξύλινο σκεύος με το οποίο οι εργάτες μεταφέρουν πηλό, λάσπη στους χτίστες2. φρ. «δουλεύει πηλοφόρι» — είναι βοηθός κτίστη.