πιεζοηλεκτρικός
From LSJ
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
φυσ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πιεζοηλεκτρισμό
2. φρ. α) «πιεζοηλεκτρικές διατάξεις»
(ηλεκτρον.) συσκευές πρακτικής εκμετάλλευσης του πιεζοηλεκτρισμού, της ιδιότητας δηλαδή ορισμένων κρυστάλλων να παράγουν ηλεκτρικό φορτίο, όταν υφίστανται παραμόρφωση λόγω πιέσεως
β) «πιεζοηλεκτρικοί κρύσταλλοι» — στερεά κρυσταλλωμένα σώματα που χρησιμεύουν για την κατασκευή τών πιεζοηλεκτρικών στοιχείων
γ) «πιεζοηλεκτρικό στοιχείο» — τμήμα πιεζοηλεκτρικού κρυστάλλου που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πομπών και δεκτών υπερηχητικών κυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. piezoelectric < πιέζω + ηλεκτρικός].