πικρούτσικος

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
κάπως πικρός, υπόπικρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρούτσικος)].