πιμπλάνομαι

From LSJ

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιμπλάνομαι Medium diacritics: πιμπλάνομαι Low diacritics: πιμπλάνομαι Capitals: ΠΙΜΠΛΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: pimplánomai Transliteration B: pimplanomai Transliteration C: pimplanomai Beta Code: pimpla/nomai

English (LSJ)

Ep. pass. form, = πίμπλαμαι, Il.9.679.

Greek (Liddell-Scott)

πιμπλάνομαι: Ἐπικ. παθ. τύπος τοῦ πίμπλαμαι, Ἰλ. Ι. 679.

Greek Monolingual

Α
βλ. πίμπλημι.

Greek Monotonic

πιμπλάνομαι: Επικ. αντί πίμπλαμαι, Παθ. του πίμπλημι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

πιμπλάνομαι, [epic for πίμπλαμαι, pass. of πίμπλημι, Il.]