πιννοφύλαξ

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339

German (Pape)

[Seite 617] ὁ, = πιννοτήρης, Arist. H. A. 5, 16.

Russian (Dvoretsky)

πιννοφύλαξ: ᾰκος ὁ Arst. = πιννοτήρης.

Greek (Liddell-Scott)

πιννοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, = πιννοτήρης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 2, Ἀθήν. 93Ε.

Greek Monolingual

και πινοφύλαξ, -ακος, ὁ Α
ο πιννοτήρης, ο πιννοθήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίννα/ πίνη + φύλαξ.