πιπερώδης
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
-ες, Ν
1. αυτός που περιέχει πολύ πιπέρι, πολύ κοφτερός
2. (γενικά) ο καυστικός ως προς τη γεύση
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πιπερώδη
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 15 περίπου γένη και 3.000 περίπου είδη ποωδών ή θαμνωδών φυτών τα οποία κατανέμονται σε 2 οικογένειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιπέρι. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον θ. Γ. Ορφανίδη. Στον ουσιαστικοποιημένο τ. ουδ. πληθ., ως επιστημονικός όρος, ο τ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. piperales].