πιστόνι

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270

Greek Monolingual

το, Ν
1. τεχνολ. κοινή ονομασία του εμβόλου
2. μουσ. μηχανισμός που εφευρέθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και, ειδικότερα, ολκωτό τμήμα που εφαρμόζεται σε ορισμένα χάλκινα πνευστά όργανα και επιτρέπει στον εκτελεστή να αποδώσει με ακρίβεια, επιμηκύνοντας τον σωλήνα του οργάνου, όλους τους φθόγγους της χρωματικής κλίμακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. piston < ιταλ. pistone < λατ. pistus παθ. μτχ. του ρ. pinso, pisto «χτυπώ, κοπανίζω»].