πιτσύλισμα

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

και πιτσίλισμα, το, Ν πιτσυλίζω / πιτσιλίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πιτσυλίζω, η εξακόντιση πάνω σε κάποιον ή σε κάτι σταγόνων υγρού, ιδίως ακάθαρτου.